- σφυροκοπώ
- σφυροκοπῶ, -έω, ΝΑ [σφυροκόπος]χτυπώ με τη σφύρα, σφυρηλατώνεοελλ.μτφ. καταφέρω συνεχή και βίαια πλήγματα εναντίον τού αντιπάλου («τα εχθρικά αεροπλάνα σφυροκοπούν τις θέσεις μας από το πρωί»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφυροκοπώ — σφυροκοπάω / σφυροκοπώ (παρατατ. συνήθως ούσα), σφυροκόπησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφυροκοπώ — σφυροκόπησα, σφυροκοπήθηκα 1. χτυπώ με το σφυρί, σφυρηλατώ. 2. πλήττω κάτι με κάποιο μέσο: Το πυροβολικό σφυροκοπούσε όλη μέρα τις θέσεις των εχθρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυροκοπῶ — σφυροκοπέω beat with a hammer pres subj act 1st sg (attic epic doric) σφυροκοπέω beat with a hammer pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβαρδίζω — 1. εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή ρίχνω οβίδες με πυροβόλο 2. σφυροκοπώ κάτι με βόμβες 3. σφυροκοπώ συνεχώς κάποιον προφορικώς ή γραπτώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombardare + (κατάλ.) ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του… … Dictionary of Greek
σφυροκόπημα — το, Ν 1. η ενέργεια τού σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία 2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα τού πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ.,… … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
κεφαλώνω — [κεφαλή] 1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης 2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ 3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να τό πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek